- νεκρηγός
- νεκρ-ηγός, όν,A for conveyance of corpses,
πλοῖον PHamb.74.3
(ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλοῖον PHamb.74.3
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεκρηγός — νεκρηγός, όν (Α) (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + ηγός (< ἄγω), πρβλ. θαλαμ ηγός, κυν ηγός. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek